ξάγναντα

ξάγναντα
επίρρ. αντικρύ, απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξάγναντο + επιρρμ. κατάλ. -α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξάγναντα — επίρρ., αντίκρυ, απέναντι, πέρα μακριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”